carpediem

30.5.06

Θεσσαλονίκη

Γυρίσαμε. Κι εγώ και ο εαυτός μου. Τον πήρα μαζί μου τελικά. Είχα σκεφτεί να τον αφήσω εκεί, αλλά δεν άντεξα τον αποχωρισμό και τον πήρα. Τι ταξίδι κι αυτό! Είναι γεγονός ότι θα μπορούσε να είναι πολύ διαφορετικό. Αλλά το επέλεξα έτσι. Είχα ένα σωρό γνωστούς επάνω, πολύ κεφάτους που θα μπορούσα να δω για τρέλες στη συμπρωτεύουσα. Αλλά είχα αποφασίσει από την αρχή ότι ήταν μια ευκαιρία να κάνω ένα στοπ. Να αναμετρηθώ λίγο με τον εαυτό μου, τη μοναξιά μου, τις μαύρες σκέψεις μου. Και δεν ήταν λίγες. Έφταιγε λίγο και η Θεσσαλονίκη που μου θύμισε άλλες εποχές. Την πρώτη μέρα μετά τη δουλειά κάθισα να φάω στα λουλουδάδικα. Ωραία ταβερνούλα μου φάνηκε και οι γεύσεις ήταν πολύ καλές. Σηκώνω τα μάτια μου και βλέπω να με κοιτά το hotpot. Εκεί έχω φάει τη μεγαλύτερη πίτσα που έχω δει στη ζωή μου με τον Η, τη μεγαλύτερη σχέση της ζωής μου. Ξαφνικά ένας χείμαρρος από αναμνήσεις βούλιαξε τους νευρώνες του μυαλού μου. Όλα έτρεχαν με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Το πρώτο μας ταξίδι. Τάχα μου για ένα συνέδριο για τις νέες τεχνολογίες στην εκπαίδευση. Δικαιολογίες. Φρέσκο ζευγαράκι που έψαχνε ευκαιρία για βόλτα. Γυρίσαμε όλη τη Θεσσαλονίκη θυμάμαι με τα πόδια. Ατέλειωτες βόλτες. Ατέλειωτες κουβέντες. Πραγματικά αναρωτιέμαι τι βρίσκαμε και συζητάγαμε τέσσερα χρόνια και ποτέ δεν βαριόμασταν. Μας θυμάμαι να μιλάμε ατέλειωτες ώρες. Αυτή είναι η πιο έντονη εικόνα από τη σχέση μας. Να καθόμαστε και να μιλάμε! Anyway… θυμήθηκα και τις άλλες φορές που ανέβηκα Θεσσαλονίκη. Με τον φίλο μου τον Θ, με τη φίλη μου την Κ.. άλλες εποχές, άλλη carpediem. Παιδί. Χαμένο στον περίεργο κόσμο. Με μυαλό βουτηγμένο στην ουτοπία. Κάποια στιγμή, μετά από αρκετή περιπλάνηση στα δρομάκια της έφτασα στο ξενοδοχείο. Είχα ήδη μελαγχολήσει και η μοναξιά με είχε ήδη περικυκλώσει. Είχα αρχίσει να φέρνω την καταστροφή. Και το αποκορύφωμα ήρθε όταν άνοιξα την τουβού. Έπεσα στην ετ1 σε αφιέρωμα στον Λάκη με τα ψηλά ρεβέρ (στον Λάκη ΜΟΥ!). Άρχισε με τη γυριστρούλα (τα δύο τελευταία χρόνια της ζωής μου), συνέχισε με τα ήσυχα βράδια (και κλάμα η κυρία….) πετάγομαι απότομα από το κρεβάτι. Έπρεπε να βγω επειγόντως έξω. Δεν θα άντεχα έτσι μέχρι τις 10 που είχα κανονίσει να βγω με κόσμο. Έμοιαζα με ηρωίδα βιντεοκλιπ. Ξαφνικά, εκεί που έχει πλαντάξει στο κλάμα –χωρίς να ξέρουμε ακριβώς γιατί- και αγκαλιάζει μαξιλάρια, και η μάσκαρα κυλάει στα μάγουλά της, πετιέται από το κρεβάτι, βάζει το πρώτο ρούχο που θα βρει μπροστά της, τραβάει την τσάντα της και παίρνει τους δρόμους. Το βήμα της είναι γρήγορο, χωρίς συγκεκριμένο λόγο, χωρίς να έχει κάπου να πάει, φαίνεται χαμένη ή απελπισμένη (ή και τα δύο) και πέφτει επάνω στο θεογκόμενο, που θα της σκουπίσει τα δάκρυα και…. Όχι εντάξει δεν έγινε ακριβώς έτσι. Πήρα τους δρόμους, προς την παραλία. Άφησα τον ήλιο να μου φιλήσει τα μάτια (αυτό σημαίνει ότι βγήκα κατά τις 5 που δεν σε πονάει αλλά τον νιώθεις ακόμη ζεστό, χωρίς γυαλιά ηλίου) και μετά από μία ώρα περπάτημα έφτασα στον λευκό πύργο. Έκατσα σε ένα πεζούλι και διάβαζα για ώρες, χάζεβα τους περαστικούς, τη θάλασσα, τη γυναίκα που πουλούσε ξηρούς καρπούς και καλαμπόκια. Λες και έβλεπα σκηνή του Αγγελόπουλου ήταν. Μέχρι που βούτηξε ο ήλιος στο Θερμαϊκό, πίσω από τους γερανούς του λιμανιού και κατάλαβα ότι έπρεπε να γυρίσω για να ετοιμαστώ για τη βραδινή έξοδο. Την άλλη μέρα, μετά τη δουλειά και το φαγητό, για να με περιποιηθώ με κέρασα ένα freddo στο luxurious ξενοδοχείο που με έστειλε η εταιρεία, διαβάζοντας με ethnic ήχους και απολαμβάνοντας εξυπηρέτηση και ευγενικά χαμόγελα. Οκ, μπορεί να μην έχω αυτό που θέλω. Αλλά δεν ήρθε και το τέλος του κόσμου. Έχω ένα παγωμένο freddo και cookies κερασμένα, ένα καλό βιβλίο, μια αναπαυτική πολυθρόνα και μια επιστροφή στην Αθήνα. Δεν είναι και τόσο άσχημα τα πράγματα. ε;

4 Comments:

Δημοσίευση σχολίου

<< Home